- παρώρμησε
- παρορμάωurge onaor ind act 3rd sg (attic ionic)παρορμέωlie at anchor besideaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρώρμησ' — παρώρμησα , παρορμάω urge on aor ind act 1st sg (attic ionic) παρώρμησο , παρορμάω urge on plup ind mp 2nd sg (attic ionic) παρώρμησο , παρορμάω urge on perf imperat mp 2nd sg (attic ionic) παρώρμησο , παρορμάω urge on plup ind mp 2nd sg (ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσπαρατίθημι — Α [παρατίθημι] 1. προσαρτώ, προσάπτω («[ἄρθροις] διάρθρωσιν προσπαρατιθέναι», Αντίγ. Καρ.) 2. προσθέτω κάτι ακόμη («μᾱζαν παρέχειν κελεύει, ἄρτον δὲ ταῑς ἑορταῑς προσπαρατιθέναι», Αθήν.) 3. προβάλλω κάτι ως ένα επί πλέον παράδειγμα («καὶ… … Dictionary of Greek